- απομύρισμα
- Έθιμο των βυζαντινών και μεσαιωνικών χρόνων, σύμφωνα με το οποίο οιχριστιανοί άλειφαν ένα μέρος ή ολόκληρο το σώμα τους με άγιο μύρο, που πίστευαν ότι ανάβλυζε από τους τάφους αγίων ή άλλους ιερούς χώρους (αγία Παρασκευή, άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης). Η παράδοση συνεχίζεται και σήμερα, όμως α. είναι το αγιασμένο νερό ή λάδι. To νερό προέρχεται είτε από πηγές που αναβλύζουν κοντά σε ναούς είτε από αυτό που ευλογείται κατά τη διάρκεια ειδικών τελετών (μικρός και μεγάλος αγιασμός των Θεοφανίων, βάπτιση). Το λάδι προέρχεται από τις καντήλες των ιερών εικόνων ή χρησιμοποιείται εκείνο που ευλογείται από τον ιερέα στο ευχέλαιο. Το α. ήταν μόνο για εξωτερική χρήση, αν και μερικές φορές το έπιναν κιόλας, όπως αναφέρουν θεολογικά κείμενα.
* * *ἀπομύρισμα, το (Μ)μύρο που προέρχεται από τον τίμιο Σταυρό, άγια λείψανα ή εικόνες.
Dictionary of Greek. 2013.